- ανδραπόδιση
- [-ις (-εως)] η , ανδραπόδισμός ο1) порабощение, обращение в рабство; 2) торговля рабами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανδραπόδιση, η — και ανδραποδισμός ο το να ανδραποδίζει κανείς, να κάνει δούλο κάποιο: Οι ελεύθεροι άνθρωποι αντιστέκονται στον ανδραποδισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνδραποδίσῃ — ἀνδραποδίσηι , ἀνδραπόδισις fem dat sg (epic) ἀνδραποδίζω enslave aor subj mid 2nd sg ἀνδραποδίζω enslave aor subj act 3rd sg ἀνδραποδίζω enslave fut ind mid 2nd sg ἀνδραποδίσηι , ἀνδραποδισμός selling into slavery fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξανδραπόδιση — και ανδραπόδιση, η (Α ἐξανδραπόδισις) [εξανδραποδίζω] το να καθιστά κανείς κάποιον δούλο, η πώληση ενός ατόμου ως δούλου … Dictionary of Greek